μεμβράνη

μεμβράνη
Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των μορίων των διαλυμένων συστατικών. βασική μεμβράνη ή βασικό έλασμα. Στρώμα αποτελούμενο από πρωτεογλυκάνες και γλυκοπρωτεΐνες, το οποίο εκκρίνεται από κύτταρα του επιθηλιακού και του συνδετικού ιστού. Η β.μ. είναι μία δομή αποτελούμενη από τρία στρώματα και εμπλέκεται στην πολικότητα, στη διαφοροποίηση και στη μετανάστευση των κυττάρων. μεμβράνη γονιμοποίησης. Ονομασία που χαρακτηρίζει τα τροποποιημένα κυτταρικά περιβλήματα που περιβάλλουν το ωάριο μετά τη γονιμοποίηση. Η μ.γ. σχηματίζεται κατά την απελευθέρωση του περιεχομένου των φλοιϊκών κοκκίων (πολυάριθμα κυστίδια που βρίσκονται κάτω από την πλασματική μεμβράνη του ωαρίου και είναι πλούσια σε πρωτεΐνες), το οποίο προκαλεί την απομάκρυνση των υποδοχέων συνδετίνης από τα περιβλήματα του ωαρίου. Το γεγονός αυτό λαμβάνει χώρα μετά την είσοδο του σπερματοζωαρίου στο ωάριο και αποτελεί μηχανισμό προστασίας έναντι της πολυσπερμίας, δηλαδή την είσοδο περισσοτέρων του ενός σπερματοζωαρίων. εξωεμβρυϊκές μεμβράνες. Μ. που περιβάλουν το έμβρυο των χερσόβιων σπονδυλοζώων κατά την περίοδο ανάπτυξής του. Οι μ. αυτές προέρχονται από τα τρία βλαστικά δέρματα του εμβρύου, ωστόσο καλούνται εξωεμβρυϊκές, επειδή δεν συμμετέχουν σε καμία δομή του ώριμου ατόμου, αλλά αποβάλλονται κατά τη γέννηση. Οι ε.μ. είναι τέσσερις: το χόριο, το άμνιο, η αλλαντοΐδα και ο λεκιθικός σάκος. Κάθε μία από αυτές προκύπτει με συνδυασμό δύο βλαστικών δερμάτων. Συγκεκριμένα, το χόριο, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο τον εμβρυϊκό σχηματισμό, αποτελείται από εξώδερμα εξωτερικά και μεσόδερμα εσωτερικά· ο ρόλος του είναι η προστασία του εμβρύου, ενώ στα θηλαστικά συμμετέχει επίσης στον σχηματισμό του πλακούντα. Το άμνιο, που περιβάλει το κατ’ εξοχήν έμβρυο, αποτελείται από μεσόδερμα εξωτερικά και εξώδερμα εσωτερικά· είναι ένας σάκος γεμάτος υγρό (αμνιακό υγρό), που προστατεύει το έμβρυο από μηχανικά αίτια και ξηρασία. Η αλλαντοΐδα αποτελεί έναν τυφλό σάκο του αναπτυσσόμενου πεπτικού συστήματος και συνίσταται εξωτερικά από μεσόδερμα και εσωτερικά από ενδόδερμα· χρησιμεύει ως αναπνευστικό και απεκκριτικό όργανο στα πτηνά και τα ερπετά, ενώ στα θηλαστικά είναι μικρή και ένα μέρος της συμμετέχει μόνο στον σχηματισμό της ουροδόχου κύστης. Ο λεκιθικός σάκος, τέλος, αποτελείται εξωτερικά από μεσόδερμα και εσωτερικά από ενδόδερμα· χρησιμεύει στη διατροφή του αναπτυσσόμενου εμβρύου, ενώ στα θηλαστικά εμφανίζεται για μικρό διάστημα στην αρχή της κύησης και σε αυτόν σχηματίζονται τα πρώτα κύτταρα του αίματος και τα γεννητικά κύτταρα. κυτταρική μεμβράνη. Βλ. λ. κύτταρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεμβράνη — μεμβράνη, η και μεμβράνα, η 1. λεπτό δέρμα ζώου κατεργασμένο που χρησιμοποιείται για χαρτί, για ύφασμα, στην κατασκευή τυμπάνων κτλ: Οι μεμβράνες πολυγράφου. 2. υμένας: Η μεμβράνη του αυτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεμβράνη — μεμβράνα membrana fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • πλασμαλήμμα — Η ζωντανή μεμβράνη που περιβάλλει τα φυτικά κύτταρα, μέσα από το νεκρό κυτταρικό τοίχωμα. Στα ζωικά κύτταρα η αντίστοιχη μεμβράνη χαρακτηρίζεται σαν κυτταρική ή πλασματική μεμβράνη. Bλ. λ. κύτταρο. * * * το, Ν βοτ. η περικυτταρική μεμβράνη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”